ἐνέμεινα

ἐνέμεινα
ἐνέμεινα s. ἐμμένω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐνέμεινα — ἐμμένω abide in aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμμένω — ενέμεινα, αμτβ., μένω σε κάτι σταθερός ή πιστός: Εμμένω στις απόψεις μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμμένω — εμμένω, ενέμεινα βλ. πίν. 178 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”